- ἐρυσσάμενοι
- ἐρύωdragaor part mid masc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατερύω — κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α) 1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.) 2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.) 3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω 4. μέσ. κατερύομαι (σχετικά με… … Dictionary of Greek